- σωματίδιο
- τομικρό τεμάχιο ύλης: Σύμφωνα με μια θεωρία το φως αποτελείται από μικρά σωματίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωματίδιο — το / σωματίδιον, ΝΜΑ [σῶμα, σώματος] νεοελλ. 1. ανατ. μικρό σώμα 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωματίδια» βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωματίδια» βλ. σωμάτιο αρχ. αποδεικτικό έγγραφο … Dictionary of Greek
Μπαρ, σωματίδιο — Είναι το απενεργοποιημένο X χρωματόσωμα των θηλυκών ατόμων. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα του ερευνητή Μ. Μπαρ, που το εντόπισε. Διακρίνεται στα λευκά αιμοσφαίρια των θηλυκών σαν μια προεξοχή του λοβωτού πυρήνα τους. Το σωματίδιο αυτό στο αίμα… … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
ικανότητα ανάσχεσης — (Φυσ.). Η απώλεια ενέργειας ενός σωματιδίου όταν περνά μέσα από την ύλη ανά μονάδα μήκους. Ένα ηλεκτρικά φορτισμένο σωματίδιο αποδίδει ένα μέρος της ενέργειάς του στα άτομα της ύλης μέσα από την οποία περνά, εξαιτίας δύο φαινομένων: α) του… … Dictionary of Greek
Τσερένκοφ, Πάβελ Αλεξέγεβιτς — Ρώσος φυσικός (; 1904). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βορονέζ. Το 1934, μελετώντας, σε συνεργασία με τον Βαβίλοφ, το φως που εκπέμπεται από τα υγρά τα οποία δέχονται τη δράση της ακτινοβολίας, παρατήρησε μια ελαφρά φωτεινότητα… … Dictionary of Greek
επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη … Dictionary of Greek